- συνεφεδρεύω
- A1. παραμονεύω ως εφεδρεία, αποτελώ εφεδρεία μαζί με άλλον2. (γενικά) α) παρατηρώ κάποιον ή κάτι από κοντάβ) καραδοκώ, καιροφυλακτώ («συνεφεδρεύσειν τοῑς καιροῑς», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐφεδρεύω «παραμονεύω, παραφυλάγω»].
Dictionary of Greek. 2013.